Ορμέμφυτος, -η, -ο
αυτός που προέρχεται από ένστικτο και όχι από λογική επεξεργασία
κυρ. το ουδ. ορμέμφυτο (το) [1805] ένστικτο. – ορμεμφύτως επιρρ. [1858]
ΕΤΥΜ.: <ορμή + έμφυτος, απόδοση του γαλλικού instinct (βλ.λ. ένστικτο)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1277