μεταίχμιο (το)
{μεταιχμί-ου | -ων} η κρίσιμη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δυο αντίθετες καταστάσεις, το οριακό σημείο: βρίσκεται στο ~ ζωής και θανάτου / μιας πολιτικής περιόδου || βρίσκομαι στο ~ του νόμου (δηλαδή μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας).
[ΕΤΥΜ.: < αρχ. μεταίχμιον < μετ(α) + -αίχμιον <αἰχμή]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1082