Ολετήρας (ο), ολέτειρα (η)
[αρχ.] [ολετείρων] (λογ.-σπαν.) αυτός που καταστρέφει, που εξολοθρεύει.
ΣΥΝ: καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευστής
[ΕΤΥΜ: <αρχ. ὀλετήρ, -ῆρος, < θ. ὀλε- του ρ. ὄλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω» (βλ.λ. ὄλεθρος)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1245