Ατέκμαρτος, -η, -ο
αυτός που δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί βάσει λογικών συλλογισμών
ΣΥΝ.: άγνωστος, άδηλος ΑΝΤ.: τεκμαρτός
[ΕΤΥΜ.: αρχ. ἁ – στερητ. + τεκμαίρομαι «ταξινομώ, υπολογίζω»]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 308