Εξαργυρώσιμος, -η, -ο [1887]
- αυτός που είναι δυνατόν να εξαργυρωθεί: ~ επιταγή
- (μτφ.) αυτός που είναι δυνατόν να ανταλλαγεί έναντι ωφελημάτων: οι υπηρεσίες που προσφέρει κανείς στην πατρίδα δεν είναι ~ με υψηλές κοινωνικές θέσεις.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 623