Συμπίλημα (το)
{συμπιλήμ-ατος| -ατά, -των} (λογ).
- οτιδήποτε προκύπτει από την ανάμειξη ετερόκλητων στοιχείων: ~ ιδεών
- (ειδικοτ.) το κείμενο που προκύπτει από την κυρ. άτεχνη συνένωση διαφορετικών ετερογενών αποσπασμάτων: το νέο πρόγραμμα είναι ένα πρόχειρο ~ παλιότερων θέσεων και προτάσεων του κόμματος
ΣΥΝ: σύμφρυμα, συνονθύλευμα. ΕΤΥΜ: μεσν. <αρχ. συμπιλώ
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1689