Επίτευγμα (το)
{επιτεύγμ-ατος | -ατα, -άτων} σπουδαία πράξη ως αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, κατόρθωμα : θαύμαζε τα λαμπερά ~ του πολιτισμού τους.
ΣΥΝ.: επιτυχία
[ΕΤΥΜ.: <αρχ. επιτυγχάνω]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 660