Ευκλεής, -ής, -ές {ευκλε-ούς|-είς (ουδ. –ή}
αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος: ~ πρόγονος. ΣΥΝ. ονομαστός, δοξασμένος, περίφημος. (λογ.) περικλεής ΑΝΤ. ακλεής, άδοξος
– ευκλεώς επιρρ. (αρχ.) εύκλεια (η) [αρχ.]
[ετυμ.: αρχ. <ευ- + κλεής < κλέος «δόξα»]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 690