εκλαμβάνω
ρ. μτβ [αρχ.] (εξέλαβα, εξελήφθην, -ης, -η…, μτχ. εκληφθείς, -είσαι, -έν)
αντιλαμβάνομαι (κάτι) με ορισμένο τρόπο, συχνά εσφαλμένο: εξέλαβε τα λόγια του ως έμμεση απειλή || φοβάμαι μήπως η προσφορά σου εκληφθεί ως απόπειρα δωροδοκίας!
ΣΧΟΛΙΟ: λ. λαμβάνω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 572