Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 28, 2016)

libri3Ενιαύσιος, -α, -ο (αρχαιοπρ.)

  1. αυτός που έχει ζωή ή διάρκεια ενός έτους: ~ θητεία | φυτό | μίσθωση. ΣΥΝ.: μονοετής (λαϊκ.) χρονιάρικος
  2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο. ΣΥΝ: ετήσιος

ΕΤΥΜ.: αρχ. ἐνιαυτός «έτος, επέτειος»

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 612