Ενιαύσιος, -α, -ο (αρχαιοπρ.)
- αυτός που έχει ζωή ή διάρκεια ενός έτους: ~ θητεία | φυτό | μίσθωση. ΣΥΝ.: μονοετής (λαϊκ.) χρονιάρικος
- αυτός που γίνεται κάθε χρόνο. ΣΥΝ: ετήσιος
ΕΤΥΜ.: αρχ. ἐνιαυτός «έτος, επέτειος»
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 612