δάνειος, -α, -ο: αυτός που έχει ξένη προέλευση, αλλά έχει καταστεί οικείος: ~ πνεύμα / λέξη / γλωσσικό στοιχείο ΣΥΝ.: αλλότριος
ΣΧΟΛΙΟ: λ. δάνειο
ΕΤΥΜ.: εσφαλμ. σχηματισμός απευθείας από το ουσ. δάνειο)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 452