Αράθυμος, -η, -ο
- αυτός που οργίζεται εύκολα και γρήγορα, αψίθυμος ΣΥΝ. ευέξαπτος, οργίλος
- ράθυμος, νωθρός
– αραθυμία (η) [μεσν.], αραθυμώ [μεσν.] (-είς….)
ΕΤΥΜ: μεσν. (σημ.1) < ἀ- στερητ. + ῥάθυμος (σημ.2) < ἀ- πρόθεμ. + ῥάθυμος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 267