Αφυής, -ής, -ές
{αφυ-ούς | -είς (ουδ. –ή} (λογ.) αυτός που στερείται ευφυΐας, μη ευφυής
ΣΥΝ.: μωρός, ανόητος, ηλίθιος ΑΝΤ. ευφυής – αφυώς επιρρ. (αρχ.) αφυΐα (η) (αρχ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 331