κενόσοφος, -η, -ο
[μτγν.] (λογ.) αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει, αλλά δεν ξέρει ουσιαστικά τίποτα (κ. ως ουσ.): εμφανίζονται συχνά ψευδοπροφήτες και κενόσοφοι, που εντυπωσιάζουν τα πλήθη
ΣΥΝ.: δοκησίσοφος, ψευδόσοφος, ΑΝΤ σοφός – κενόσοφα επίρρ. κενοσοφία (η)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 879