κακέμφατος, -η, -ο (λογ.)
- (λόγος) που προξενεί άσχημη εντύπωση, που έχει κακή σημασία ΣΥΝ. απρεπής, άσεμνος, αισχρός
- κακέμφατο (το) η χρήση στον λόγο λέξεων ή συλλαβών, από τη συνεκφορά των οποίων προκύπτει αισχρό ή διφορούμενο νόημα
ΣΧΟΛΙΟ λ. κακόσημος
[ΕΤΥΜ: μτγν < κακ(ο) + -έμφατος < ἐμφαίνω]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 809