Παρρησία (η)
[χωρίς πληθ] η έκφραση της προσωπικής γνώμης με θάρρος και ειλικρίνεια : μίλησε με ~, υπερασπιζόμενος τις θέσεις του.
ΣΥΝ. θάρρος
ΕΤΥΜ: αρχ. <παρ- (<παν-) + ρησία < ῥῆσις «λόγος, ομιλία»
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1349