Καρναβάλι (το) [καρναβαλ-ιού | -ιών]
- ο εορτασμός της αποκριάς με εκδηλώσεις μεταμφιεσμένων, οινοποσία και διασκεδάσεις : χιλιάδες άνθρωποι συμμετέχουν κάθε χρόνο στο ~ της Πάτρας || το ~ του Ρίο στη Βραζιλία είναι το διασημότερο στον κόσμο.
- (συνεκδ.) η ίδια η γιορτή της αποκριάς: πλησιάζει όπου να ‘ναι το ~
ΣΥΝ.: αποκριές, τριώδιο – καρναβαλικός,-η, -ο.
ΕΤΥΜ: μεταφορά του ιταλ. carnevale < πρώιμο ιταλ. carne – levare «αφαιρώ, απομακρύνω το κρέας» < carne «κρέας» (<λατιν. caro, carnis) + levare < λατιν. levare «σηκώνω, απομακρύνω»
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 842