Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 10, 2016)

libri3Καρναβάλι (το) [καρναβαλ-ιού | -ιών]

  1. ο εορτασμός της αποκριάς με εκδηλώσεις μεταμφιεσμένων, οινοποσία και διασκεδάσεις : χιλιάδες άνθρωποι συμμετέχουν κάθε χρόνο στο ~ της Πάτρας || το ~ του Ρίο στη Βραζιλία είναι το διασημότερο στον κόσμο.
  2. (συνεκδ.) η ίδια η γιορτή της αποκριάς: πλησιάζει όπου να ‘ναι το ~

ΣΥΝ.: αποκριές, τριώδιο – καρναβαλικός,-η, -ο.

ΕΤΥΜ: μεταφορά του ιταλ. carnevale < πρώιμο ιταλ. carne – levare «αφαιρώ, απομακρύνω το κρέας» < carne «κρέας» (<λατιν. caro, carnis) + levare < λατιν. levare «σηκώνω, απομακρύνω»

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 842