Αμφίγνωμος, -η, -ο [μτγν.]
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο γνώμες, που δεν έχει ξεκαθαρισμένη άποψη
ΣΥΝ. δίβουλος, δίγνωμος, αμφιταλαντευόμενος – αμφιγνωμία (η)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 143