Αφερματίζω
ρ. μτβ. [1858] (αφερμάτισ-α, -τηκα, -μένος] αφαιρώ από ένα πλοίο το έρμα
[ΕΤΥΜ.: < αφ-(<από) + -ερματίζω (<έρμα, -ατος) μεταφρ. δάνειο από το γαλλ. délester)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 325