Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 5, 2016)

libri3Επήκοος, -ος, -ον
αυτός που ακούει κάτι με προσοχή, αυτός που ακούγεται.

κυρ. στη φρ. εις επήκοον (πάντων/όλων) (αρχ. φρ. εἰς ἐπήκοον) σε τέτοια θέση ή με τόση ένταση, ώστε να ακούγεται (συνεκδ.) φανερά, ενώπιον όλων: το διάβασε ~
σχόλιο λ. σύνθετος
[ΕΤΥΜ. αρχ. < ἐπ(ι) + -ήκοος (με έκταση του αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει) < ακούω (πβ. υπ-ήκοος).

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 643