Γράφει η Αλεξάνδρα Πολιτάκη*
Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του πρόσφυγα, όπως η μετακίνηση, η ελευθερία, η κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων, δεν πρόλαβαν να γίνουν πραγματικότητα όταν η Ευρώπη αντίκρισε το προσφυγικό κύμα.
Πριν τρεις περίπου εβδομάδες τετρακόσιοι πρόσφυγες εγκλωβίστηκαν με εντολή της Ελληνικής Αστυνομίας σε ένα σημείο της Αλεξάνδρειας Ημαθίας στο δρόμο προς την Ειδομένη. Ο χώρος και οι συνθήκες ήταν ακατάλληλες, καμία μέριμνα δεν υπήρξε και οι κάτοικοι προσέτρεξαν για τα αναγκαία. Γρήγορα έγινε γνωστό ότι οι πρόσφυγες θα παρέμεναν εκεί, η προώθησή τους προς το συνοριακό πέρασμα της Ειδομένης θα γινόταν σταδιακά σε άγνωστο χρόνο, ένας μικρός αριθμός προσφύγων θα συνέχιζε, αλλά ένας άλλος θα έφτανε στη θέση του.
Πριν τρεις μέρες το ίδιο συνέβη και στην Κοζάνη, που δύσκολα θα μπορούσε να συσχετιστεί με την προσφυγική διαδρομή Αθήνα – Ειδομένη. Πρόσφυγες εγκλωβίστηκαν με τις ίδιες παραμέτρους ανυπαρξίας και η τοπική κοινωνία κλήθηκε να συνδράμει. Αυτή τη φορά, η δημοσιότητα υπήρξε καθώς ο Δήμαρχος βγήκε και μίλησε για το θέμα.
Τις επόμενες μέρες αυτό συνεχίστηκε και σήμερα, πρόσφυγες βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε όλα τα σημεία της Ελλάδας με τον ίδιο τρόπο, καθώς η προώθηση τους στο συνοριακό πέρασμα της Ειδομένης δημιουργεί νέο αδιέξοδο μετά το κλείσιμο των συνόρων από τα Σκόπια, για τους πρόσφυγες από το Αφγανιστάν και τις απαιτήσεις για επιπλέον πιστοποιητικά από τους Σύρους και τους Ιρακινούς πρόσφυγες, ακολουθώντας την τακτική της Κροατίας και της Σερβίας που προηγήθηκαν.
Την ίδια ώρα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι συζητήσεις κορυφής καταλήγουν σε δυσοίωνες αποφάσεις και επαναλαμβάνονται με αποκλεισμούς ή επιπλέον σκλήρυνση.
Με αυτόν τον βίαιο αυτοσχέδιο τρόπο, χωρίς ενημέρωση, χωρίς οργάνωση, χωρίς τήρηση των βασικών δικαιωμάτων και χωρίς συνακολουθία των θεμελιακά συνδεόμενων με τον άνθρωπο κεκτημένων, χωρίς μέριμνα για τα αναγκαία της επιβίωσης και πρόσβαση στα αυτονόητα της καθημερινότητας, οι ευρωπαϊκές πολιτικές δημιούργησαν ένα «transit αδιέξοδο», καθοδόν της προσφυγικής διαδρομής.
Είναι πια φανερό ότι η ανθρωπιστική δράση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πολιτική δράση στην επίλυση κρίσεων.
Αλλά είναι επίσης φανερό ότι η λογική των κλειστών συνόρων που βασίζεται στην αρχή του ελέγχου των συνόρων και όχι της προστασία των ανθρώπων, όχι μόνο απομακρύνει τον άνθρωπο (πρόσφυγα) από το επίκεντρο της μέριμνας, αλλά και τον αντιμετωπίζει a priori ως εχθρό.
Η στάση αυτή που γεννά συνεχώς πολιτικές ενάντιες και εχθρικές απέναντι στην ευάλωτη κατηγορία των προσφύγων σήμερα, είναι μια σκοτεινή γραμμή που ενώνει την ευρωπαϊκή πολιτική τόσο διαμέσου των ευρωπαϊκών κρατών όσο και εντός τους.
Ταυτόχρονα συνιστά μία θεμελιώδη μετατόπιση σε ότι αφορά ευρύτερα τη σκέψη και την κατεύθυνση του προσφυγικού δικαίου, αφαιρώντας από τους πρόσφυγες δικαιώματα και ελευθερίες (μετακίνηση, ελευθερία, ταξιδιωτικά έγγραφα) και νομιμοποιώντας παράνομες από άποψη εθνικού, διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, πρακτικές (όπως η αποτροπή μετακίνησης και οι μαζικές επαναπροωθήσεις).
Η πολιτική αυτή δημιουργεί ένα δρόμο από τον οποίο η Ευρώπη αλλά και τα ευρωπαϊκά κράτη ξεχωριστά δύσκολα θα βαδίσουν προς τα πίσω για να επιστρέψουν στον σεβασμό και την τήρηση θεμελιωδών αρχών συνύπαρξης. Και αυτό δεν είναι κάτι που (θα) αφορά μόνο τους πρόσφυγες.
*Πολιτική επιστήμονας, ακτιβίστρια
πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα των Συντακτών