Αναδίφηση (η)
{-ης & –ήσεως} η συστηματική και λεπτομερής έρευνα, μελέτη κυρ. αρχείων, εγγράφων κλπ: η ~ των βυζαντινών χειρογράφων της μονής (πβ. λ. φυσιοδίφης, ιστοριοδίφης) – αναδίφης [1885] κ. αναδιφήτης (ο) [1878]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 151