Αναπάλλω
ρ. μτβ [αρχ.] {παρατ. ανέπαλλα} (λογ)
1. (κυριολ.-σπάν.) παλλω, σείω (κάτι) προς τα πάνω ΣΥΝ. δονώ
2. (μεσοπαθ. αναπάλλομαι) σείομαι προς τα επάνω, ανατινάσσομαι ΣΥΝ. δονούμαι
3. (μτφ.) συγκλονίζομαι, δονούμαι από έντονη συγκίνηση ΣΥΝ. συνταράσσομαι, ανασκιρτώ
4. (η μτχ. αναπάλλων, -ουσα, -ον) που σείει η γη προς τα πάνω. – αναπαλμός (ο) [1844]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 163