Συνεγείρω
ρ. μετβ. [μτγν] {συν-ήγειρα, συν-εγέρθηκα} φέρνω σε κατάσταση εγρήγορσης και ενθουσιασμού, ξεσηκώνω: ~ τα πλήθη με φλογερούς επαναστατικούς λόγους.
ΕΤΥΜ.: μτγν. <συν + ἐγείρω (βλ.λ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1700