λογικισμός (ο) [1871] {χωρίς πληθ.}
η σκέψη που είναι σχολαστικά προσανατολισμένη στους κανόνες της τυπικής λογικής, αγνοώντας, ενδεχομένως, το ίδιο της το αντικείμενο ή άλλους παράγοντες που θα έπρεπε επίσης να λαμβάνονται υπ’ όψιν∙ γενικότερα κάθε θεωρία που αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη λογική.
– λογικιστής (ο), λογικίστρια (η), λογικιστικό, -ή, -ό
[ΕΤΥΜ: μεταφρ. δάνειο από γαλλ. rationalisme]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1018