Εικοτολογία (η) [εικοτολογιών]
1. η αυθαίρετη διατύπωση εκδοχών και συμπερασμάτων, η διερεύνηση μέσω υποθέσεων και η συζήτηση χωρίς αποδείξεις: η όλη επιχειρηματολογία του εκφυλίστηκε σε μια ανώτερη ~
2. (συνεκδ.) κάθε επιμέρους έκφραση άποψης κατά συμπερασμό, χωρίς επαρκή στήριξη: αυτό είναι απλή ~, δεν μπορεί να θεωρηθεί πειστικό επιχείρημα! ΣΥΝ.: πιθανολογία, υπόθεση
εικοτολογικός, -ή, -ό [μτγν.] εικοτολογικό επίρρ. εικοτολογώ ρ. [μτγν.]
ΕΤΥΜ: μτγν. εἰκοτολογώ (-έω) < αρχ. μτχ. εἰκώς, -ότος, αττ. τ. του ἐοικώς ρ. ἔοικα «ομοιάζω» (βλ.λ. εικόνα)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 558