ισοδύναμος, -η, -ο [μτγν.]
1. αυτός που έχει την ίδια αξία, σημασία ή δύναμη με κάποιον άλλον : οι αντίπαλοι είναι ~ και ο αγώνας προβλέπεται αμφίρροπος || ~ προτάσεις (προτάσεις με ίδιο νόημα, αλλά διαφορετική διατύπωση) / ποσά / μεγέθη
ΣΥΝ. ισάξιος, αντάξιος ΑΝΤ. άνισος
2. (για τροφές) που έχουν την ίδια θρεπτική αξία
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 787