Περίαπτο(ν), το {περιάπ-του | -των}
(λογ.) το αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει τη μαγική ικανότητα να αποτρέπει ή και να απομακρύνει το κακό ΣΥΝ. (καθημ.) φυλαχτό.
[ΕΤΥΜΟΛ.: <αρχ. περίαπτον, ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. περίαπτος < περιάπτω «κρεμώ γύρω από κάτι (ενν. γύρω από το λαιμό)» < περί + ἅπτω «συνδέω, συναρμόζω, κρεμώ» (βλ.λ. άπτομαι)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1376