Πίτουρο (το)
ο φλοιός που απομένει από την άλεση των δημητριακών, κυρ. του σιταριού, και ο οποίος χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.
ΦΡ. «τρώω πίτουρα», είμαι υπερβολικά αφελής, χαζός: το κατάλαβε, δεν τρώει και πίτουρα
(β) (παροιμ.) «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες» βλ.λ. ανακατεύω (γ) «ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι» βλ.λ. ακριβός. Επίσης (λογ.) πίτυρον [αρχ.]
{ΕΤΥΜ.: <αρχ. πίτυρον (κυρ. πληθυντ.), για το οποίο βλ.λ. πιτυρίδα}
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1412