sui generis
(λατιν.) – προφέρεται «σούι γκένερις, ελληνικά: του δικού του γένους.
συνήθ. ως χαρακτηρισμός προσώπων και καταστάσεων που έχουν κάτι το ιδιαίτερο, ιδιότητα χαρακτηριστική των ιδίων και μόνο ∙ (ειδικότ.) για κάποιον / κάτι που ξεφεύγει από το συνηθισμένο ∙ ιδιόρρυθμος. ΣΥΝ.: ιδιόμορφος, ιδιότυπος.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1625