Ασύγγνωστος, -η, -ο
αυτός που δεν μπορεί να συγχωρηθεί, ασυγχώρητος: ~αμέλεια / προχειρότητα.
ΣΥΝ.: αδικαιολόγητος, ανεπίτρεπτος ΑΝΤ.: σύγγνωστος. – ασυγγνώστως επιρρ. {μεσν].
ΕΤΥΜ: μτγν. ἀ- στερητ. + σύγγνωστος «επιτρεπτός, συγχωρητός» < συγγιγνώσκω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 303