Θέσφατο (το)
{θεσφάτ-ου | -ων} 1. (συχνά στον πληθ.) ο λόγος που προέρχεται από τον Θεό (προφητεία, εντολή κλπ) 2. ο λόγος που προέρχεται από σημαντικό πρόσωπο και θεωρείται πως έχει ξεχωριστή ή απόλυτη σημασία και ισχύ: στην πολιτική δεν υπάρχουν θέσφατα όλα κρίνονται στην πράξη
[ΕΤΥΜ.: Ουδέτ. του αρχ. επιθ. θέσφατος < θες (<θεός) + φατός ρ. επιθ. του φημί «λέγω»)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 753