Πλήρωση (η)
[αρχ.], {-ης κ. –ώσεως | χωρίς πληθυντ.}
- το γέμισμα, το να γίνεται (κάτι) πλήρες (από κάτι): το στόμιο πλήρωσης του ρεζερβουάρ αυτοκινήτου
- (μτφ) η κάλυψη (κενού ή έλλειψης): η ~ του συναισθηματικού κενού / των αναγκών κάποιου
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1427