Νογάω
ρ. μετβ. (λαϊκ.) γνωρίζω, έχω επίγνωση και συναίσθηση: «άστον αυτόν! Δεν νογάει τίποτα!
ΣΥΝ.: καταλαβαίνω, νιώθω/
[ΕΤΥΜ: μεσν. νογῶ (με ευφωνικό – γ) < αρχ. νοῶ]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1185