Nέα μνημονιακή γεωργία – Είναι η φορολογία το κατ’ εξοχήν θέμα για την γεωργική ανάπτυξη στην Ελλάδα ;
Άρθρο του εκ Τρικάλων Ημαθίας καταγόμενου συνδημότη μας Κώστα Καραντινινή, καθηγητή στο Οικονομικό Τμήμα του Σουηδικού Πανεπιστημίου Γεωργικών Επιστημών της Ουψάλα (SLU) στην εφημερίδα “Ναυτεμπορική”.
Αφού απουσίασε σιωπηρά από τα δύο μνημόνια, η Ελληνική γεωργία εισέρχεται θορυβωδώς στο επερχόμενο τρίτο μνημόνιο. Για μια ακόμη φορά όμως, η συζήτηση για την γεωργία εκτρέπεται προς τα επουσιώδη και επί μέρους, αφήνοντας έξω τα θεμελιώδη και μεγάλα, που είναι η μείωση των άσκοπων δαπανών, η απορρόφηση κονδυλίων, η ενίσχυση του ανταγωνισμού – κυρίως όμως: η αναδιάρθρωση της αγροδιατροφικής εφοδιαστικής αλυσίδας.
Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προσπάθησε να αναβάλει την συζήτηση για το νομοσχέδιο της γεωργίας για μετά το καλοκαίρι.
Πολύ σωστά, αφού ήδη η κουβέντα αλληθώρισε προς την φορολογία των επιδοτήσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Δεν είναι βέβαια άνευ ουσίας, αλλά είναι η φορολογία το κατ’ εξοχήν πρόβλημα της αγροτικής ανάπτυξης στην Ελλάδα;
Μέχρι σήμερα, οι αγρότες στην Ελλάδα καταβάλουν έναν οριζόντιο 13% φόρο εισοδήματος και έχουν κάποιες φοροαπαλλαγές στο ντίζελ, λιπάσματα, κλπ. Στο προτεινόμενο νομοσχέδιο στη σκιά του νέου μνημονίου, γίνεται λόγος για «ίση» μεταχείριση των γεωργών με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις: φόρος 25% στο εισόδημα του 2014 συν προ-πληρωμή φόρου για το 2015 και φόρο στις αγροτικές επιδοτήσεις, από το οποίο απαλλάσσονταν μέχρι τώρα.
Το τελευταίο ήταν το καψούλι που πυροδότησε την συζήτηση και την αναβολή της ψήφισης του νομοσχεδίου.
Σύμφωνα με το τρέχον καθεστώς της ΚΑΠ οι 700 χιλιάδες Έλληνες δικαιούχοι εισέπραξαν το 2013, περίπου 2,3 δισ. ευρώ σε άμεσες επιδοτήσεις, συν 0,7 δισ. ευρώ από το ταμείο περιφερειακής ανάπτυξης. Οι άμεσες επιδοτήσεις αναλογούσαν σε περίπου 3.250 ευρώ ανά δικαιούχο.
Ο γενικός μέσος όρος όμως δεν διαφωτίζει διότι η κατανομή των πληρωμών είναι υπερβολικά άνιση. Οι μικροδικαιούχοι (με επιδότηση μικρότερη από 1250 ευρώ) είναι λίγοι παραπάνω από τους μισούς (54,8%), απορρόφησαν μόλις το 8% του συνόλου των άμεσων πληρωμών ΚΑΠ και εισέπραξαν κατά μέσο όρο 600 ευρώ. Αντίστοιχα, το 50% περίπου του συνόλου των άμεσων επιδοτήσεων εισέπραξαν το 10% περίπου των μεγαλοδικαιούχων, με κατά μέσο όρο περίπου 15.000 ευρώ το 2013.
Στην τελευταία αυτή κατηγορία υπάρχουν και δικαιούχοι (60 τον αριθμό) που έλαβαν πάνω από 100.000 ευρώ έκαστος.
Ποιά επίπτωση θα έχει λοιπόν η φορολόγηση των επιδοτήσεων στους γεωργούς και στα ταμεία του κράτους;
Ένας φόρος 25% στο σύνολο των άμεσων επιδοτήσεων θα επέφερε έσοδα λίγο πάνω από 575 εκατ. ευρώ.
Αυτό βέβαια, αν η επιδότηση φορολογούνταν άμεσα, κάτι που δεν είναι ξεκάθαρο. Λογικά, η άμεση επιδότηση θα συμπεριληφθεί στα έσοδα κάθε γεωργικής εκμετάλλευσης και θα φορολογηθεί εφ’ όσον παρουσιάζονται κέρδη. Είναι αμφίβολο αν κάποιες από τις μικροεκμεταλλεύσεις θα παρουσιάσουν κέρδη ώστε να φορολογηθούν με 25% και μαζί με αυτές και οι επιδοτήσεις. Ακόμα όμως και αν όλοι οι δικαιούχοι κατέβαλαν φόρο 25% επί των επιδοτήσεων το δημοσιονομικό έσοδο από τους 332.000 μικροδικαιούχους θα ήταν μόλις 50 εκατ. ή 150 ευρώ ανά μικροδικαιούχο.
Αυτό, επαναλαμβάνω, στην περίπτωση που στο σύνολό τους οι μικροδικαιούχοι εμφάνιζαν καθαρά έσοδα. Άρα είναι σχεδόν απίθανο η εισπρακτική επίθεση να στοχεύει στους μικροδικαιούχους αγρότες, αφού ούτε σημαντικά έσοδα επιφέρει και μάλλον δεν θα τους επηρεάσει τελικά.
Εννοείται ότι κανείς νοήμων και δημοκρατικά σκεπτόμενος πολίτης δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει μια άνισα ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των αγροτών, όταν η συχνά άδικη φορολογία, η καταστροφική ύφεση και η τραγική ανεργία πλήττουν το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας. Όμως αν πρόκειται να συμπεριληφθεί η γεωργία στο τρίτο μνημόνιο πόσο έξυπνο είναι να ξεκινά κανείς από την φορολόγησή της;
Μερικές επισημάνσεις θα καταδείκνυαν κάποια άλλου είδους προβλήματα που απαιτούν διαφορετικές παρεμβάσεις και πολιτικές που θα μπορούσαν δυνητικά στο επερχόμενο τρίτο μνημόνιο να έχουν θετικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα και όχι απλά εισπρακτικό, στην Ελληνική γεωργία.
Κατ’ αρχήν, αν ο στόχος ήταν μόνο εισπρακτικός, θα περίμενε κανείς μια αντίστοιχη προσπάθεια μείωσης των άσκοπων εξόδων, κυρίως αυτών που αποτελούν αιμορραγία και όνειδος. Την επταετία 2008-2014 επιβλήθηκαν στην Ελλάδα πρόστιμα συνολικού ύψους 1,4 δισ. ευρώ για «Απαιτήσεις επιστροφών λόγω μη συμμόρφωσης ή ανεπαρκούς ελέγχου».
Σαν να μην έφταναν τα πρόστιμα, η Ελλάδα απορρόφησε μόλις 41% των κονδυλίων που είχαν δεσμευθεί για το εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης υπαίθρου 2007-2012. Μόνο η Βουλγαρία και η Ρουμανία παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά απορροφητικότητας.
Πως μπορεί ένα κράτος να επιμένει στην είσπραξη φόρων από έναν κλάδο της οικονομίας όταν από την μια καταβάλει πρόστιμα ανικανότητας και παραλείψεων και από την άλλη παραμένει επιδεικτικά ανίκανο να απορροφήσει κονδύλια που θα εισέρεαν στον κλάδο αυτόν;
Βέβαια, αυτά δεν αποτελούν μόνο υπαιτιότητα του κράτους αλλά και της έωλης οργάνωσης του κλάδου.
Δύο επισημάνσεις καταδεικνύουν δύο εγγενείς παθογένειες της Ελληνικής οικονομίας γενικότερα: την ελλιπή θεσμική οργάνωση και τον ανταγωνισμό.
Έχει επισημανθεί από πολλούς αναλυτές και από την θρυλική έκθεση του ΟΟΣΑ ότι υπάρχουν στρεβλώσεις στην Ελληνική οικονομία που οφείλονται μεταξύ άλλων σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις ακόμη και καρτέλ, σε διάφορα σημεία της αγροδιατροφικής αλυσίδας, κυρίως στην μεταποίηση και στο λιανεμπόριο.
Ελάχιστα όμως έχει απασχολήσει την τρέχουσα οικονομική ανάλυση, ακόμη και αυτήν του ΟΟΣΑ, η ολιγοπωλιακή μορφή της αγοράς στους κόμβους της αγροδιατροφικής αλυσίδας που προηγούνται της πρωτογενούς παραγωγής, δηλαδή στις προμήθειες εφοδίων και εξοπλισμού.
Από στοιχεία που καταφέραμε να συλλέξουμε και να διασταυρώσουμε από παράγοντες του κλάδου, ο συνολικός προϋπολογισμός για τρεις βασικές εισροές παραγωγής, είναι 170 εκατ. για σπόρους, 170 εκατ. για χημικά και 350 εκατ. ευρώ για λιπάσματα, συνολικά 700 εκατ. ευρώ περίπου. Τα ποσά αυτά κατανέμονται κυρίως μεταξύ τριών πολυεθνικών εταιριών. Αν προστεθεί ΦΠΑ 18% συν κέρδος 15%, ο συνολικός ετήσιος τζίρος για σπόρους, χημικά, λιπάσματα, ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ ετησίως.
Σημειωτέον ότι στα ποσά αυτά δεν περιλαμβάνονται εισροές στην κτηνοτροφία, όπως φάρμακα, ζωοτροφές, εξοπλισμοί, κλπ. Συνοπτικά, πάνω από το 50% των ετήσιων άμεσων ενισχύσεων της ΚΑΠ προς την Ελλάδα καταλήγουν έμμεσα στους τρείς πολυεθνικούς προμηθευτές εφοδίων και στους διανομείς τους.
Η τελευταία επισήμανση αφορά στον ελλιπή ανταγωνισμό στο λιανεμπόριο, κάτι που δεν αποτελεί βέβαια μόνο Ελληνικό, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο. Δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να ανακαλύψουμε περιπτώσεις «διπλής οριακότητας», όπου δηλαδή οι λιανοπωλητές (γνωστές αλυσίδες σούπερ μάρκετ) επιβάλλουν διπλά ποσοστά κέρδους σε φρούτα και λαχανικά. Τα κέρδη αυτά είναι αδιαφανή και
εμφανίζονται ως «υπηρεσίες εμπορικής προώθησης» που όμως δεν προσφέρονται ποτέ.
Σαν αποτέλεσμα, στην τιμή που πλήρωνε ο καταναλωτής το 2014, η κατανομή να διαμορφώνεται ως 23% (παραγωγός), 27% (χονδρέμπορος/μεσάζων), 39,5% (λιανοπωλητής), συν 11,5% ΦΠΑ. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν απέχουν από αντίστοιχες μελέτες του ΚΕΠΕ.
Είναι θεμελιώδες εδώ λοιπόν, ένα σωστό θεσμικό πλαίσιο ανταγωνισμού στις αγορές τροφίμων και αγροτικών εισροών. Επίσης, η Επιτροπή Ανταγωνισμού χρήζει να ενισχυθεί ώστε με συνέπεια και αυστηρότητα να ελέγχει και να επιβάλλει τους κανόνες ανταγωνισμού, όπου και όταν αυτοί παραβιάζονται.
Αν όπως φαίνεται ξεκάθαρα πια, η γεωργία μπαίνει στο (επερχόμενο τρίτο) μνημόνιο, μάλλον δεν προέχει η τιμωρητική οριζόντια φορολόγησή της. Αυτό που προέχει είναι η διαρθρωτική ανασυγκρότηση ολόκληρης της αγροδιατροφικής προμηθευτικής αλυσίδας, με αναπτυξιακή προοπτική. Έτσι θα μπορέσει η γεωργία να συνεισφέρει πολλαπλασιαστικά πολύ περισσότερα από ότι η ραγδαία φορολόγηση του αγροτικού εισοδήματος – ένα εισόδημα που με την τρέχουσα στρατηγική θα φθίνει και άρα θα αποδίδει όλο και λιγότερους φόρους.
Μια αναπτυξιακά αναδιαρθρωμένη αγροδιατροφική προμηθευτική αλυσίδα, θα απέδιδε περισσότερα δημοσιονομικά έσοδα και κυρίως, θα μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει μία από τις μηχανές ανάπτυξης που τόσο ανάγκη έχει η οικονομία και ο τόπος. Η αναδιάρθρωση αυτή όμως απαιτεί συντονισμένη στρατηγική, δράσεις και πολιτικές, όχι μόνο του κράτους αλλά και όλων των εταίρων της αλυσίδας, αγροτών, προμηθευτών, μεταποιητών, εμπόρων, συμπεριλαμβανομένης και της έρευνας, όπως πανεπιστήμια και άλλα ερευνητικά ινστιτούτα. Αυτό απαιτεί χρόνο, δουλειά και συλλογικότητα.
Το καλοκαίρι όμως τελειώνει, ο καύσωνας φέρνει ραστώνη και το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί ακόμη το περιπόθητο ζητούμενο.