Σύννους, -ους, – ουν
[αρχ.] {-ου, -ουν | -οι, (ουδ., -οα), -ων, -ους} (αρχαιοπρ.}
- αυτός τον οποίο απασχολούν σοβαρές σκέψεις: – βλέμμα / έκφραση
ΣΥΝ.: σκεπτικός ΑΝΤ. ξένοιαστος
- αυτός που έχει κακή διάθεση από στεναχώρια ΣΥΝ. συνοφρυωμένος, σκυθρωπός, κατηφής, ΑΝΤ. χαρούμενος, πρόσχαρος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1708