Διαλείπων, -ούσα, -ον
[αρχ.] (για φυσικά ή ιατρικά φαινόμενα) αυτός που εμφανίζεται περιοδικά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, που σταματά και διαδοχικά επανέρχεται: διαλείπων σφυγμός || διαλείποντες πυρετοί || διαλείπουσα μανία / χωλότης || διαλείπον φως.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 485