Διφυής, -ής, -ές
{διφυ-ούς | -είς (ούδ. –ή)} αυτός που έχει δυο μορφές, δισυπόστατος.
– διφυΐα (η) [αρχ.], [Ετυμ.: αρχ. <δι- (δις) + -φυής (φύω]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 517