αιφνιδιάζω ρ. μτβ [μεσν] (αιφνιδίασ-α, -τηκα, -μένος)
1. ενεργώ κατά τρόπο που προλαβαίνει ή ανατρέπει τις αντιδράσεις και τους υπολογισμούς των άλλων, δημιουργώντας απρόοπτο και ξαφνικό αποτέλεσμα: η άφιξή του αιφνιδίασε τους πάντες || τα νέα μέτρα του υπουργείου αιφνιδίασαν την αγορά. ΣΥΝ.: ξαφνιάζω, εκπλήσσω
2. (ειδικ.) εκτελώ στρατηγική κίνηση εναντίον αντιπάλου, προκειμένου να προλάβω τις κινήσεις και τις αντιδράσεις του: η αστυνομία αιφνιδίασε τους κακοποιούς στήνοντάς τους ενέδρα || με μια γρήγορη κίνηση κατάφερε να αιφνιδιάσει την αντίπαλη άμυνα.
– αιφνιδιαστικός, -ή, -ό / αιφνιδιαστικά, -ως (ως επίρρ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 96