Επωφελής, -ής, -ές {επωφελ-ούς | -είς (ουδ.: -ή) επωφελέστερος, -στατός}
(λογ.) αυτός που αποδίδει κέρδος, που γίνεται με συμφέρουσες συνθήκες και ευνοϊκούς όρους, που γίνεται προς όφελος (κάποιου): ~ σύμβαση, διακανονισμός/επένδυση/συμφωνία.
ΣΥΝ: ωφέλιμος χρήσιμος, επικερδής, πρόσφορος ΑΝΤ: ανωφελής, επιβλαβής, επιζήμιος, – επωφελώς επίρρ. [μτγ]
σχόλιο: λ. –ης, -ης, -ες, σύνθετος, χρήσιμος.
ΕΤΥΜ: μτγν. ἐπ(ι) + ωφελής (με έκταση του αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει < όφελος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 666