Νουνεχής. -ής, -ές
{νουνεχ-ούς | -είς (ουδ. –είς), νουνεχέστ-ερος, -ατός}
αυτός που διαθέτει νου και φρόνηση, που χρησιμοποιεί σωστά τις διανοητικές και πνευματικές του ικανότητες: ~ άνθρωπος / ~ υπάλληλος. ΣΥΝ.: εχέφρων, συνετός, μυαλωμένος, σόφρων, φρόνιμος, γνωστικός ΑΝΤ.: άφρων, άμυαλος, απερίσκεπτος.
– νουνεχώς επιρρ. (αρχ.), νουνέχεια (η) (μεταγεν.)
ΕΤΥΜ.: αρχ. συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση νοῦν ἔχει ή νοῦν ἔχων
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1196