επείσακτος, -η, -ο
(λογ.) αυτός που προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα: ~ λέξεις. ΣΥΝ. αλλότριος, ξένος
{ΕΤΥΜ: αρχ. ἐπεισάγω < ἐπ(ι) + εἰσάγω}
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 641