Αλληλεγγύη (η)
[μτγν., χωρίς πληθ.] η σχέση αμοιβαίας ηθικής ή υλικής στήριξης μεταξύ ατόμων, συνήθ. στο πλαίσιο ενός συνόλου π.χ. οικογένειας, ομάδας, τάξης κλπ
ΣΥΝ: συμπαράσταση
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 123