Στην κοινή συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων και της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Γερουσίας μίλησε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ για το θέμα της βιωσιμότητα της «Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης Α.Ε.» και των ληξιπρόθεσμων οφειλών, βουλευτής Ημαθίας Κώστας Λαπαβίτσας.
Για την κατεπείγουσα ρύθμιση για τη βιωσιμότητα της «Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης Α.Ε., ο Κώστα Λαπαβίτσας υπογράμμισε ότι πρόκειται για μία μόνο περίπτωση που αντανακλά τα στρατηγικά λάθη των προηγούμενων κυβερνήσεων σε σχέση με την εθνική οικονομία, παρουσιάζοντας το πλαίσιο των λανθασμένων αυτών επιλογών και με ποιον τρόπο έπληξε καθοριστικά την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης.
Υπογράμμισε επίσης τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν τα εγχώρια και ευρωπαϊκά συμφέροντα στον μαρασμό της συγκεκριμένης βιομηχανίας που περιλάμβανε το κλείσιμο των μονάδων της σε Μακεδονία και Θράκη.
Τέλος, υπερθεμάτισε για τη ρύθμιση υπογραμμίζοντας την ανάγκη άμεσης επέμβασης, ώστε να εξασφαλιστεί για μία ακόμη χρονιά η παραγωγή αυτού του ιστορικού προϊόντος, να αποφευχθεί ο περαιτέρω οικονομικός μαρασμός των νοικοκυριών και των τοπικών οικονομιών που συνδέονται εισοδηματικά με την παραγωγή ζάχαρης και να γίνει ένας νέος σχεδιασμός στα πλαίσια μιας νέας στρατηγικής αναπτυξιακής πολιτικής.
Σχετικά με τη ρύθμιση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές ο Κώστας Λαπαβίτσας ανέφερε ότι η στόχευσή της είναι η ανακούφιση των οικονομικά πληγέντων από την κρίση στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, καθώς τους δίνει την δυνατότητα να είναι συνεπείς ως προς τις οφειλές τους, δηλαδή, αφαιρεί βάρη από τους οικονομικά πληγέντες, ταυτόχρονα, όμως, δίνει και κίνητρα – παροτρύνσεις προς τους μεγάλους οφειλέτες, να φανούν και αυτοί συνεπέστεροι τις οφειλές τους.
—
(ΓΙΑ ΕΒΖ)
«Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, την κύρωση της οποίας καλούμαστε να συζητήσουμε σήμερα, δεν είναι ένα διαδικαστικό ζήτημα, ούτε ένα ζήτημα ήσσονος σημασίας.
Η ρύθμιση της βιωσιμότητας της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης έχει άμεση σχέση με ένα βαθύ νομικό ζήτημα της ελληνικής οικονομίας, που, φυσικά, είναι η θέση της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής ελληνική οικονομία. Καίριο ζήτημα για τώρα. Θέλω, λοιπόν, να σας πω δύο λόγια γι’ αυτό και να εντάξω το τι σημαίνει στη Βιομηχανία Ζάχαρης, σε γενικότερο πλαίσιο, για να γίνει πιο κατανοητή η πολιτική μας.
Από την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981 η συμμετοχή του βιομηχανικού τομέα της χώρας στο Α.Ε.Π. έχει υποχωρήσει συστηματικά. Η Ελλάδα έχει αποβιομηχανοποιηθεί και έχει 30 χρόνια που συνεχίζετε αυτή η αποβιομηχάνιση. Η Ελλάδα είναι μια χώρα βιομηχανική και έχει δεκαετίες που δεν είμαστε αγροτική χώρα, αλλά έχουμε υποστεί αποβιομηχάνιση κατά τη διάρκεια των τελευταίων 35 ετών. Αν το δει κανείς σε βάθος χρόνου δεν πρόκειται για τυχαία εξέλιξη, αλλά για στρατηγική επιλογή οικονομικής ανάπτυξης.
Πρόκειται για επιλογή ταχείας μετάβασης προς μια οικονομία που θα βασιζόταν στον τριτογενή τομέα, στις υπηρεσίες. Στο θέμα αυτό η χώρα ακολούθησε ορισμένες από τις υπερώριμες καπιταλιστικές χώρες, γιατί υπάρχουν ώριμες καπιταλιστικές χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία, οι οποίες έχουν διατηρήσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό βιομηχανικής παραγωγής στο Α.Ε.Π. τους. Επιπλέον, στη χώρα μας υποχώρησε και η αγροτική παραγωγή. Η παραπάνω στρατηγική επιλογή της τόνωσης του τριτογενούς τομέα αποδείχθηκε τραγικό λάθος στην πορεία των χρόνων. Όπως όλοι γνωρίζουμε ή οφείλουμε να γνωρίζουμε, ο τομέας των υπηρεσιών χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα διεθνώς όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά παγκοσμίως, και με χαμηλή ανταγωνιστικότητα.
Η χώρα μας δηλαδή διάλεξε να διογκώσει ακριβώς τον τομέα ο οποίος δεν θα τη διευκολύνει στην άνοδο της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Για το λόγο αυτό ή αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους, η χώρα μας διολίσθησε προς τη παραγωγή διεθνώς μη εμπορεύσιμων προϊόντων. Όσοι λοιπόν θεωρούν ότι η Ελλάδα δεν εξάγει ή δεν συμμετέχει στο διεθνές γίγνεσθαι με αποτελεσματικό τρόπο, να κοιτάξουν τον τομέα των υπηρεσιών, την υπερδιόγκωση του και τι σημαίνει αυτό.
Το πρόβλημα αυτό προϋπήρχε της εισόδου της χώρας μας στην Ευρωζώνη, πρέπει όμως να τονισθεί ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην νομισματική ένωση δεν βοήθησε στην επίλυση του. Αντίθετα, η σκληρή ισοτιμία του ευρώ κατέστησε αδύνατη την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και ενίσχυσε την υπερδιόγκωση του τομέα των υπηρεσιών μέσω της πρόσβασης σε φτηνή πίστωση.
Πρέπει να επαναληφθεί ότι η πρόσβαση σε φθηνό χρήμα την προηγούμενη δεκαετία δεν είναι ισοδύναμη της ευημερίας και δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Τεράστια σημασία έχει ο λόγος για τον οποίο δίνονται οι πιστώσεις. Στη συνεχή αυτή απώλεια ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, λόγω της υπερδιόγκωσης του τριτογενούς τομέα, οφείλεται η εμφάνιση του τεράστιου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό είναι το κύριο πρόβλημα της χώρας μας, το κύριο έλλειμμα και όχι το δημοσιονομικό έλλειμμα 15% του Α.Ε.Π. το 2009. Αυτοί που είχαν τον έλεγχο της οικονομίας το 2008 -. 2009 και είδαν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών να πηγαίνει στο 15% έχουν ευθύνη προς τον ελληνικό λαό. Πρόκειται για γιγαντιαία αποτυχία οικονομικής πολιτικής.
Δυστυχώς, η μείωση του ελλείμματος αυτού την τελευταία εξαετία έγινε με το χειρότερο τρόπο, με την καταστροφή της ζήτησης, την καταστροφή του εισοδήματος και άρα την επιτάχυνση της αποβιομηχάνισης. Η Ελλάδα έχει αποβιομηχανοποιηθεί με ταχύτερους ρυθμούς 35% συρρίκνωσης της ήδη μειωμένης βιομηχανικής παραγωγής, αυτό είναι το αποτέλεσμα της σταθεροποίησης της χώρας μας μέσω των μνημονίων. Όσοι επαίρονται ότι τα μνημόνια και είχαν επιτυχία, απλώς δεν αντιλαμβάνονται τι έχει συμβεί στον παραγωγικό τομέα της Ελληνικής οικονομίας. Θα σας στενοχωρήσω λοιπόν πολύ κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά από την άποψη του παραγωγικού μοντέλου, που είναι και αυτό που έχει στο τέλος-τέλος σημασία, δεν μεταρρυθμίσατε απολύτως τίποτα, καταστρέψατε.
Στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα λοιπόν, η αναγκαιότητα της παραγωγικής ανασυγκρότησης είναι προφανέστατη, η απάντηση στην στρεβλή αυτή κατάσταση δεν μπορεί παρά να είναι η αντιστροφή της αποβιομηχάνισης και η ενίσχυση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα. Πρακτικά η χώρα μας χρειάζεται ισχυρή βιομηχανική πολιτική, δεν είναι κακή λέξη αυτό, ούτε είναι βρισιά και πρέπει να το επαναλαμβάνουμε συνεχώς. Η χώρα μας χρειάζεται ισχυρή βιομηχανική πολιτική που θα ενισχύσει το δευτερογενή τομέα μέσω καθετοποιημένης παραγωγής και τον πρωτογενή τομέα. Η βιομηχανική αυτή πολιτική θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει επίκεντρο την εγχώρια ζήτηση και φυσικά να αλλάζει τη σύνθεση της παραγωγής υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών για να μπορεί η χώρα μας να σταθεί με αξιώσεις στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Μόνο έτσι θα έρθουν ταχείς ρυθμοί ανάπτυξης και όλα τα ευνοϊκά παρεπόμενα που έχει αυτό. Μία πραγματική βιομηχανική πολιτική οδηγεί και σε αλλαγή προτεραιοτήτων ως προς το ποιες επιχειρήσεις χρίζουν στήριξης. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα το κράτος και το χρηματοδοτούμενο από αυτό τραπεζικό σύστημα, να επιτρέπει την αθρόα χρηματοδότηση των ΜΜΕ και των εφημερίδων και να δυσκολεύει τη χρηματοδότηση παραγωγικών μονάδων που κινδυνεύουν να κλείσουν.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν εντάσσεται η συγκεκριμένη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που αντιμετωπίζει το κρίσιμο ζήτημα της βιωσιμότητας της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης.
Η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης είναι ο μοναδικός παραγωγός ζάχαρης στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 1960 με έδρα τη Θεσσαλονίκη, το 1961 λειτούργησε το πρώτο εργοστάσιο στην Λάρισα, το 1962 το δεύτερο στο Πλατύ Ημαθίας και μετά στις Σέρρες, στην Ξάνθη και στην Ορεστιάδα. Το 2003 απέκτησε μέσω ανταγωνισμού δύο νέα εργοστάσια στη Σερβία τα οποία λειτουργούν ως και σήμερα.
Δεν θα σας κουράσω με άλλα στοιχεία για την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, γιατί ο χρόνος είναι λίγος, θα σας πω όμως ότι εν ολίγοις για δεκαετίες υπήρξε ένας μεγάλος και κραταιός πυλώνας του δευτερογενούς τομέα και της οικονομίας της χώρας και έφερνε τη σύνδεση με τον πρωτογενή τομέα με ουσιαστικό τρόπο.
Πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση;
Τα μεγάλα προβλήματα στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης αρχίζουν το 2006 με ευθύνη του τότε διοικούντος στην επιχείρηση και τον τότε κυβερνώντα. Ειδικότερα, το 2006 με την αναθεώρηση από την Commission της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς Ζάχαρης αποφασίστηκε να ενταχθεί η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης σε καθεστώς αναδιάρθρωσης. Στο πλαίσιο αυτό η χώρα μας αποποιήθηκε το 5% της εθνικής ποσόστωσης ζάχαρης με ότι σημαίνει αυτό. Δεύτερον, προκρίθηκε να κλείσουν δύο από τα εργοστάσια της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης της Λάρισας και της Ξάνθης για να μετατραπούν σε εργοστάσια παραγωγής βιοαιθανόλης.
Η πορεία της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης καθοδηγήθηκε και σφραγίστηκε από την πίεση του περιβάλλοντος της Ε.Ε. και της αδυναμίας λόγω του κοινού νομίσματος να γίνουν δημοσιονομικοί ελιγμοί για να περιοριστεί ή να ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα. Μαζί συνέπραξαν και τα εγχώρια συμφέροντα, τα οποία φάνηκαν καθαρά στους όρους διαγωνισμού πώλησης του Ομίλου από τον εκκαθαριστή της ΑΤΕ. Στους όρους αυτούς δεν εξασφαλιζόταν ούτε η συνέχιση της παραγωγικής λειτουργίας της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, ούτε η θέση των εργαζομένων παρόλο που η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης βάσει του κοινωνικού προγράμματος, του συμφωνητικού με την Ε.Ε. για την υπαγωγή της στο καθεστώς αναδιάρθρωσης είχε λάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις τόσο για την αποζημίωση των εργαζομένων, όσο και για τη διατήρηση των θέσεων.
Ως προς τα ευρωπαϊκά συμφέροντα η εφαρμογή της νέας ΚΟΑ ζάχαρης είχε ως αποτέλεσμα η Ευρώπη από εξαγωγέας ζάχαρης να μετατραπεί σε εισαγωγέα και οι 6 ισχυρότερες ευρωπαϊκές ζαχαροβιομηχανίες να ελέγχουν σήμερα το 75% της παραγωγής ζάχαρης, εισάγοντας όμως ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες από τρίτες χώρες. Ο συνδυασμός αυτός οδήγησε σε πλήρη αποτυχία με τεράστιο οικονομικό κόστος για την ευρωπαϊκή ή την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης.
Ταυτόχρονα, επιδείνωσε και τους άλλους οικονομικούς δείκτες της επιχείρησης. Το συντριπτικό όμως πλήγμα για την επιχείρηση δόθηκε την περίοδο 2011 – 2012. Δύο ήταν οι λόγοι: πρώτος ήταν η εξαγγελία της ιδιωτικοποίησης της εταιρείας και οι εξελίξεις στην ΑΤΕ, η οποία ήταν μητρική του Ομίλου της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης κατέχοντας το 82,3% των μετοχών της. Με τη σκανδαλώδη πώληση της ΑΤΕ στην Τράπεζα Πειραιώς, η Βιομηχανία Ζάχαρης πέρασε στον ειδικό εκκαθαριστή, υπονομεύοντας έτσι πλήρως το μέλλον μιας άλλοτε ακμάζουσας επιχείρησης.
Οι αρνητικές συνέπειες έγιναν άμεσα ορατές. Θα σας πω ότι ενεπλάκησαν προφανώς εγχώρια συμφέροντα, υπήρξε κακοδιοίκηση, τραγική εμπορική και τιμολογιακή πολιτική. Η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης έχασε μερίδιο αγοράς. Το τελειωτικό χτύπημα επήλθε τον Ιούλιο του 2014 με την απόφαση για λειτουργία ενός μόνο εργοστασίου στο Πλατύ Ημαθίας. Οι συνέπειες ήταν έλλειψη συντήρησης στο υπό λειτουργία εργοστάσιο στο Πλατύ, ώστε να είναι σε θέση να αποδεχτεί το σύνολο της εγχώριας παραγωγής σε τεύτλα, δυσβάστακτο οικονομικό κόστος μεταφοράς τους από την Ορεστιάδα και τις Σέρρες στο Πλατύ, επεξεργασία των τεύτλων σε κακή κατάσταση λόγω της μεταφοράς από μακρινές αποστάσεις. Όλα αυτά συνέτειναν στην άνοδο του κόστους παραγωγής της βιομηχανίας. Την ίδια στιγμή έμειναν ασυγκόμιστα τεύτλα στα χωράφια, για πρώτη φορά στη ιστορία της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, εξαιτίας λαθεμένων εκτιμήσεων και κακού συντονισμού της τότε διοίκησης της εταιρείας σε ότι αφορά το χρόνο έναρξης και τον τρόπο λειτουργίας του εργοστασίου στο Πλατύ.
Υπό το βάρος όλων αυτών των δυσμενέστατων παραγόντων η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης επιχειρούσε να καλύψει τις ανάγκες της με τραπεζικό δανεισμό. Έχοντας όμως δεσμευμένο το σύνολο του ενεργητικού της σε ένα υπέρογκο δάνειο κληρονομικά τραγικών πολιτικών και διαχειριστικών επιλογών του παρελθόντος, δεν είναι δυνατόν να εξασφαλίσει κεφάλαιο κίνησης. Εν συνόψει η περίπτωση της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης ένας τραγικός κατάλογος διοίκησης κακοδιοίκησης , κακών επιλογών ανάπτυξης, κακοδιαχείρισης, και ούτω κάθε εξής όλα με κακό πρόσημο δείχνει το τι έχει πάει λάθος όσον αφορά τον παραγωγικό τομέα της χώρας μας και όσον αφορά τον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα.
Η συνέχεια ασφαλώς δεν μπορούσε να είναι η ίδια γιατί η συνέχεια θα ήταν απολύτως τραγική εάν δεν είχε μεσολαβήσει η δικιά μας κυβέρνηση με τα μέτρα τα οποία έλαβε και εισηγείται προς ψήφιση. Η ενίσχυση λοιπόν την Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μία μεμονωμένη περίπτωση. Για εμάς όπως ήδη ανέφερα αποτελεί σημαντικό στοιχείο της αναπτυξιακής στρατηγικής που πρέπει να έχει η χώρα μας. Δείχνει ένα μοντέλο για το πώς πρέπει να κινηθούμε από εδώ και μπρος και βέβαια όλα αυτά συνέβησαν μέσα σε μία εντελώς έκτακτη κατάσταση. Υπήρχε για πρώτη φορά προοπτική φέτος για πρώτη φορά εδώ και 40 χρόνια να μην σπαρθεί ο κάμπος της Μακεδονίας με τεύτλα. Θα είχαμε εξέγερση των τευτλοπαραγωγών όπως αντιλαμβάνεστε εάν συνέβαινε αυτό. Με διάχυση αρνητικών επιπτώσεων στην αγροτική παραγωγή και φυσικά στον δευτερογενή τομέα.
Με την ΠΝΠ λοιπόν παρεμβαίνουμε στον εκκαθαριστή της Αγροτικής Τράπεζας, πρόκειται για κίνηση αποφασιστική και απολύτως θετική. Παρεμβαίνουμε στον εκκαθαριστή της Αγροτικής Τράπεζας και επιβάλλουμε την καταβολή 30 εκατ. ευρώ στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης παρέχοντας με αυτό τον τρόπο ρευστότητα. Μπορεί λοιπόν η βιομηχανία με την ρευστότητα αυτή να πληρώσεις τους τευτλοπαραγωγούς που δεν πληρώθηκαν την περσυνή χρονιά ώστε να γίνει η σπορά όπως και έχει συμβεί. Επίσης υπάρχει κεφάλαιο το οποίο επιτρέπει στην εταιρεία να λειτουργήσει φέτος με νέα διοίκηση να εξυγιάνει την λειτουργία της να πάρει μία ανάσα για φέτος και να βάλει τους όρους λειτουργίας της σε νέα βάση ώστε να υπάρξει προοπτική στη συνέχιση της παραγωγής ζάχαρης στο Πλατύ για τα επόμενα χρόνια και από εκεί να υπάρξει και διάχυση της παραγωγής με επανεκκίνηση και άλλων εργοστασίων σε βάθος χρόνου εάν και όποτε μπορέσουμε να συνεχίσουμε δυναμικά την εφαρμογή της παραγωγής ανασυγκρότησης την οποία έχουμε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό. Πρόκειται για μία μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης από τις μεγαλύτερες θα έλεγα ως τώρα γιατί δίνει ένα απτό παράδειγμα του νέου ρόλου που καλείται να παίξει το δημόσιο στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
(ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΟΦΕΙΛΕΣ)
Θα περάσω τώρα στο δεύτερο άρθρο στις ληξιπρόθεσμε οφειλές και θα σας πω ότι και αυτό εντάσσεται στην γενικότερη πολιτική μας για την ανακούφιση των επιπτώσεων του μνημονίου στη χώρα, βέβαια δεν πρόκειται για παραγωγική ανασυγκρότηση παρά μόνο με τον ευρύτερο και πιο γενικό τρόπο. Η ρύθμιση των φορολογικών εκκρεμοτήτων πολιτών και επιχειρήσεων έχει στόχο όπως έχει ήδη ειπωθεί στο νομοσχέδιο που πέρασε, να συμπεριλάβει όλους εκείνους που λόγω της κρίσης και των τραγικών επακόλουθών της αντιμετώπισαν μειώσεις μισθών, περιορισμού του εισοδήματος, αύξηση της ανεργίας κ.ο.κ. Για το λόγο αυτό ξέρουμε ότι πολλοί συμπολίτες μας αλλά και επιχειρήσεις βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία να ανταποκριθούν στο σύνολο των υποχρεώσεών τους.
Η ΠΝΠ είναι μία περαιτέρω επεξεργασία της αρχικής ρύθμισης η οποία κρίθηκε αναγκαία χωρίς όμως να αλλάζει την στόχευση της αρχικής ρύθμισης την οποία ήδη ανέφερα. Η περαιτέρω επεξεργασία αφορά προς βεβαιωμένες οφειλές και κρίθηκε αναγκαία γιατί αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται νομικά στο κεφάλαιο που χρωστούν οι διάφοροι οφειλέτες και άρα επιδέχονται και αυτές ρύθμιση. Δύο πράγματα θα ήθελα να αναφέρω για την συγκεκριμένη ρύθμιση.
Το πρώτον είναι το εξής: πρόκειται για μία ρύθμιση που έχει νομοθετικό παρελθόν, δεν είναι μία ιδιαιτερότητα ή μία καινοτομία που εισάγουμε, έχει νομοθετικό παρελθόν θα αναφέρω δύο περιπτώσεις απαλλαγής κατά ποσοστό από πρόσθετους φόρους και τέλη που επέβαλλε ο ν.2523/1997, όπως και απαλλαγή από πρόστιμα εκπρόθεσμης υποβολής ή μη υποβολή δήλωσης ή ανακριβούς δήλωσης που επέβαλλε ο ν.4174/2013 και έχουν συν βεβαιωθεί με την κύρια οφειλή και απαλλαγή από τους τόκους εκπρόθεσμης οφειλής που τους επιβαρύνουν.
Δεν θα σας κουράσω με άλλες αντίστοιχες αποφάσεις, νόμους κ.λπ..
Σας βεβαιώνω, όμως, ότι υπάρχει νομοθετικό προηγούμενο, δεν πρόκειται για καινοτομία όσον αφορά το κομμάτι των προστίμων που συμπεριλαμβάνεται στο κεφάλαιο, χωρίς να αποτελεί μέρος του κεφαλιού.
Το δεύτερο σημείο είναι, ότι η στόχευση της ρύθμισης παραμένει ανακούφιση των οικονομικά πληγέντων από την κρίση στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, επειδή τους δίνει την δυνατότητα να είναι συνεπείς ως προς τις οφειλές τους, δηλαδή, αφαιρεί βάρη από τους οικονομικά πληγέντες, ταυτόχρονα, όμως, δίνει και κίνητρα – παροτρύνσεις προς τους μεγάλους οφειλέτες, να φανούν και αυτοί συνεπέστεροι τις οφειλές τους.
Θα ήθελα να αναφέρω ορισμένα συγκεντρωτικά στοιχεία, τα οποία δεν είναι τα τελικά, αλλά είναι σχεδόν τελικά.
Από τις 157.000 αιτήσεις που είχαν υποβληθεί λίγο πριν την λήξη της χρονικής περιόδου, το αρχικό κεφάλι πριν τη ρύθμιση, ήταν 1.180.000.000 εκατ. ευρώ. Οι προσαυξήσεις πριν τη ρύθμιση, ήταν 67.000.000 εκατ. ευρώ. Ο πρόσθετος φόρος προς αποκοπή που περιέχεται στο αρχικό κεφάλαιο, ήταν 78.000.000 εκατ. ευρώ. Οι πληρωμές που έγιναν μέσω τραπεζών, ήταν 45.200.000 εκατ. ευρώ περίπου, δηλαδή, το μέτρο φαίνεται να έχει επιτυχία.
Στην αρχή ειπώθηκε, ότι πρόκειται για ενέργεια που επιβάλλει μεγάλη εμβάθυνση της κρίσης, η οποία δημιούργησε δραματική αδυναμία στην πλειοψηφία της κοινωνίας και ιδιαίτερα στην πλειοψηφία του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Δεν στοχεύει στο να ωφελήσει το μεγάλο κεφάλαιο, διότι από το σύνολο των αιτήσεων, ο μεγάλος όγκος των ρυθμίσεων αφορά χρέη έως 3.000 ευρώ. Αυτός είναι ο κύριος όγκος των χρεών. Ενώ σημαντικός, είναι και όγκος που αφορά ρυθμίσεις για ποσά από 3.000 ευρώ μέχρι 10.000 ευρώ.
Έχει έναν προφανή κοινωνικό χαρακτήρα, καθώς συμμερίζεται και διευκολύνει φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, που είναι ακόμα οικονομικά ενεργοί, αφορά πρόσθετους φόρου και τέλη, ενώ η κύρια οφειλή θα καταβληθεί στο σύνολό της.
Δεν προβλέπει απαλλαγή από πρόστιμα που έχουν επιβληθεί με ιδιαίτερες πράξεις της διοίκησης, τα οποία έχουν βεβαιωθεί και έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα. Άρα, δεν λειτουργεί υπέρ σε όσους φοροδιαφεύγουν.
Θεωρούμε, ότι με την παρούσα τροποποίηση και τις διευκολύνσεις που παρέχει, θα υπάρξει αύξηση της εισπραξιμότητας με μια αναγκαία, επίσης, απαραίτητη ανάσα, για τα δημόσια οικονομικά και θα συμβάλλει στη μεγάλη προσπάθεια που γίνεται για τη χώρα.