Κλέος (το) {κλέ-ους | -η | -ών}
αρχαιοπρ. Η τιμητική φήμη (κάποιου), η δόξα που προέρχεται από ηρωϊκά κατορθώματα: τους ενέπνευσε το ~ των προγόνων τους.
ΣΥΝ. εύκλεια, αίγλη, όνομα / ΑΝΤ. ασημότητα αφάνεια
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 901