Ορμέφυτος, -η, -ο
αυτός που προέρχεται από ένστικτο και όχι από λογική επεξεργασία – κυρ. το ουδέτ. ορμέφυτο (1805), ένστικτο – ορμεφύτως επίρρ. (1855).
Ετυμ.: <ορμή + έμφυτος, απόδ. του γαλλικού instinct (βλ.λ. ένστικτο).
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1277