Ένων, -ούσα, -όν
[εν-όντος|-όντες (ούδετ. -όντα), -όντων (θηλ. -ουσών)] αυτός που υπάρχει (κάπου), που είναι διαθέσιμος σε δεδομένη στιγμή
κυρίως στη φράση εκ των ενόντων (ἐκ των ἐνόντων, Δημοσθ. “Περί στεφάνου – 256,9) από τα υπάρχοντα/από τους υπάρχοντες προς το παρόν, από όσα/όσους είναι διαθέσιμα/διαθέσιμοι: δεν έχουμε τη δυνατότητα να προσλάβουμε άλλους υπαλλήλους, η δουλειά θα βγει ~
[Ετυμ.: μτχ ενεστωτ. του αρχαίου ἔνειμι “βρίσκομαι εντός – είμαι παρών, διαθέσιμος” < ἐν – εἰμί “είμαι”].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 619