Πέπρωται
ρ. αμτβ. απρόσ. (παρακ. επέπρωτο) (αρχαιοπρ.)
Έχει καθοριστεί από τη μοίρα, πρόκειται να συμβεί χωρίς τίποτε να μπορεί να το σταματήσει.
Επέπρωτο να το ζήσουμε και αυτό ΣΥΝ.: είναι γραμμένο
[ΕΤΥΜ.: αρχ. βλ.λ. πεπρωμένο]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1374