Διαπρύσιος, -α, -ο (λογ.)
Διαπρύσιος κήρυκας=> πρόσωπο που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό: έγινε ~ της αδελφοσύνης των λαών.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 491