Προπέτεια (η)
[αρχ.] (χωρίς πληθυντικό) 1. η ανάγωγη ή προκλητική συμπεριφορά ΣΥΝ. Αυθάδεια, θράσος, προκλητικότητα
2. η απερίσκεπτη βιασύνη
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1487